Definify.com
Definition 2024
σεξουαλικός
σεξουαλικός
Greek
Adjective
σεξουαλικός • (sexoualikós) m (feminine σεξουαλική, neuter σεξουαλικό)
Declension
positive forms of σεξουαλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικός | σεξουαλική | σεξουαλικό | σεξουαλικοί | σεξουαλικές | σεξουαλικά |
genitive | σεξουαλικού | σεξουαλικής | σεξουαλικού | σεξουαλικών | σεξουαλικών | σεξουαλικών |
accusative | σεξουαλικό | σεξουαλική | σεξουαλικό | σεξουαλικούς | σεξουαλικές | σεξουαλικά |
vocative | σεξουαλικέ | σεξουαλική | σεξουαλικό | σεξουαλικοί | σεξουαλικές | σεξουαλικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σεξουαλικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σεξουαλικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικότερος | σεξουαλικότερη | σεξουαλικότερο | σεξουαλικότεροι | σεξουαλικότερες | σεξουαλικότερα |
genitive | σεξουαλικότερου | σεξουαλικότερης | σεξουαλικότερου | σεξουαλικότερων | σεξουαλικότερων | σεξουαλικότερων |
accusative | σεξουαλικότερο | σεξουαλικότερη | σεξουαλικότερο | σεξουαλικότερους | σεξουαλικότερες | σεξουαλικότερα |
vocative | σεξουαλικότερε | σεξουαλικότερη | σεξουαλικότερο | σεξουαλικότεροι | σεξουαλικότερες | σεξουαλικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σεξουαλικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεξουαλικότατος | σεξουαλικότατη | σεξουαλικότατο | σεξουαλικότατοι | σεξουαλικότατες | σεξουαλικότατα |
genitive | σεξουαλικότατου | σεξουαλικότατης | σεξουαλικότατου | σεξουαλικότατων | σεξουαλικότατων | σεξουαλικότατων |
accusative | σεξουαλικότατο | σεξουαλικότατη | σεξουαλικότατο | σεξουαλικότατους | σεξουαλικότατες | σεξουαλικότατα |
vocative | σεξουαλικότατε | σεξουαλικότατη | σεξουαλικότατο | σεξουαλικότατοι | σεξουαλικότατες | σεξουαλικότατα |
Derived terms
- σεξουαλική αγωγή f (sexoualikí agogí, “sex education”)