Definify.com
Definition 2024
συμπεθερεύω
συμπεθερεύω
Greek
Alternative forms
- συμπεθεριάζω (sympetheriázo)
Verb
συμπεθερεύω • (sympetherévo) (simple past συμπεθέρεψα)
Conjugation
συμπεθερεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμπεθερεύω | συμπεθέρευα | θα συμπεθερεύω | να συμπεθερεύω | |
2s | συμπεθερεύεις | συμπεθέρευες | θα συμπεθερεύεις | να συμπεθερεύεις | συμπεθέρευε |
3s | συμπεθερεύει | συμπεθέρευε | θα συμπεθερεύει | να συμπεθερεύει | |
1p | συμπεθερεύουμε, συμπεθερεύομε | συμπεθερεύαμε | θα συμπεθερεύουμε, συμπεθερεύομε | να συμπεθερεύουμε, συμπεθερεύομε | |
2p | συμπεθερεύετε | συμπεθερεύατε | θα συμπεθερεύετε | να συμπεθερεύετε | συμπεθερεύετε |
3p | συμπεθερεύουν, συμπεθερεύουνε | συμπεθέρευαν, συμπεθερεύαν, συμπεθερεύανε | θα συμπεθερεύουν, συμπεθερεύουνε | να συμπεθερεύουν, συμπεθερεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συμπεθερέψω | συμπεθέρεψα | θα συμπεθερέψω | να συμπεθερέψω | |
2s | συμπεθερέψεις | συμπεθέρεψες | θα συμπεθερέψεις | να συμπεθερέψεις | συμπεθέρεψε |
3s | συμπεθερέψει | συμπεθέρεψε | θα συμπεθερέψει | να συμπεθερέψει | |
1p | συμπεθερέψουμε, συμπεθερέψομε | συμπεθερέψαμε | θα συμπεθερέψουμε, συμπεθερέψομε | να συμπεθερέψουμε, συμπεθερέψομε | |
2p | συμπεθερέψετε | συμπεθερέψατε | θα συμπεθερέψετε | να συμπεθερέψετε | συμπεθερέψτε, συμπεθερεύτε |
3p | συμπεθερέψουν, συμπεθερέψουνε | συμπεθέρεψαν, συμπεθερέψαν, συμπεθερέψανε | θα συμπεθερέψουν, συμπεθερέψουνε | να συμπεθερέψουν, συμπεθερέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συμπεθερέψει | είχα συμπεθερέψει | θα έχω συμπεθερέψει | να έχω συμπεθερέψει | |
2s | έχεις συμπεθερέψει | είχες συμπεθερέψει | θα έχεις συμπεθερέψει | να έχεις συμπεθερέψει | έχε συμπεθερεμένο |
3s | έχει συμπεθερέψει | είχε συμπεθερέψει | θα έχει συμπεθερέψει | να έχει συμπεθερέψει | |
1p | έχουμε συμπεθερέψει | είχαμε συμπεθερέψει | θα έχουμε συμπεθερέψει | να έχουμε συμπεθερέψει | |
2p | έχετε συμπεθερέψει | είχατε συμπεθερέψει | θα έχετε συμπεθερέψει | να έχετε συμπεθερέψει | έχετε συμπεθερεμένο |
3p | έχουν συμπεθερέψει | είχαν συμπεθερέψει | θα έχουν συμπεθερέψει | να έχουν συμπεθερέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συμπεθερεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συμπεθερεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συμπεθερεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συμπεθερεμένο | ||||
Participle: | συμπεθερεύοντας | Non-finite ‡ | συμπεθερέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- συμπέθερος m (sympétheros, “relation by marriage”)
- συμπεθέρα f (sympethéra, “relation by marriage”)