Definify.com
Definition 2024
συνάπτω
συνάπτω
Ancient Greek
Verb
συνάπτω • (sunáptō)
Derived terms
- σύναψις (súnapsis)
References
- συνάπτω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συνάπτω» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- synaphe in The Century Dictionary, The Century Co., New York, 1911
Greek
Verb
συνάπτω • (synápto) (simple past σύναψα or συνήψα, passive form συνάπτομαι)
- (transitive) join, attach, append
- (transitive) contract, enter into, conclude (an agreement, marriage, etc)
Conjugation
συνάπτω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνάπτω | σύναπτα, συνήπτα | θα συνάπτω | να συνάπτω | |
2s | συνάπτεις | σύναπτες, συνήπτες | θα συνάπτεις | να συνάπτεις | σύναπτε |
3s | συνάπτει | σύναπτε, συνήπτε | θα συνάπτει | να συνάπτει | |
1p | συνάπτουμε, συνάπτομε | συνάπταμε | θα συνάπτουμε, συνάπτομε | να συνάπτουμε, συνάπτομε | |
2p | συνάπτετε | συνάπτατε | θα συνάπτετε | να συνάπτετε | συνάπτετε |
3p | συνάπτουν, συνάπτουνε | σύναπταν, συνάπταν, συνάπτανε, συνήπταν | θα συνάπτουν, συνάπτουνε | να συνάπτουν, συνάπτουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνάψω | σύναψα, συνήψα | θα συνάψω | να συνάψω | |
2s | συνάψεις | σύναψες, συνήψες | θα συνάψεις | να συνάψεις | σύναψε |
3s | συνάψει | σύναψε, συνήψε | θα συνάψει | να συνάψει | |
1p | συνάψουμε, συνάψομε | συνάψαμε | θα συνάψουμε, θα συνάψομε | να συνάψουμε, να συνάψομε | |
2p | συνάψετε | συνάψατε | θα συνάψετε | να συνάψετε | συνάψετε |
3p | συνάψουν, συνάψουνε | σύναψαν, συνάψανε, συνήψαν | θα συνάψουν, θα συνάψουνε | να συνάψουν, να συνάψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συνάψει | είχα συνάψει | θα έχω συνάψει | να έχω συνάψει | |
2s | έχεις συνάψει | είχες συνάψει | θα έχεις συνάψει | να έχεις συνάψει | |
3s | έχει συνάψει | είχε συνάψει | θα έχει συνάψει | να έχει συνάψει | |
1p | έχουμε συνάψει | είχαμε συνάψει | θα έχουμε συνάψει | να έχουμε συνάψει | |
2p | έχετε συνάψει | είχατε συνάψει | θα έχετε συνάψει | να έχετε συνάψει | |
3p | έχουν συνάψει | είχαν συνάψει | θα έχουν συνάψει | να έχουν συνάψει | |
Participle: | συνάπτοντας | Non-finite ‡ | συνάψει | 213, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- συναπτός (synaptós, “consecutive”)