Definify.com
Definition 2024
συναπτός
συναπτός
Ancient Greek
Adjective
συναπτός • (sunaptós) m, f (neuter συναπτόν); second declension
- joined together, continuous
References
- συναπτός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συναπτός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Adjective
συναπτός • (synaptós) m (feminine συναπτή, neuter συναπτό)
Declension
positive forms of συναπτός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συναπτός | συναπτή | συναπτό | συναπτοί | συναπτές | συναπτά |
genitive | συναπτού | συναπτής | συναπτού | συναπτών | συναπτών | συναπτών |
accusative | συναπτό | συναπτή | συναπτό | συναπτούς | συναπτές | συναπτά |
vocative | συναπτέ | συναπτή | συναπτό | συναπτοί | συναπτές | συναπτά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναπτός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναπτός, etc.) |
Related terms
- συνάπτω (synápto, “to join, to attach, to contract”)