Definify.com
Definition 2024
ταχυδρομικός
ταχυδρομικός
Greek
Adjective
ταχυδρομικός • (tachydromikós) m (feminine ταχυδρομική, neuter ταχυδρομικό)
Declension
positive forms of ταχυδρομικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταχυδρομικός | ταχυδρομική | ταχυδρομικό | ταχυδρομικοί | ταχυδρομικές | ταχυδρομικά |
genitive | ταχυδρομικού | ταχυδρομικής | ταχυδρομικού | ταχυδρομικών | ταχυδρομικών | ταχυδρομικών |
accusative | ταχυδρομικό | ταχυδρομική | ταχυδρομικό | ταχυδρομικούς | ταχυδρομικές | ταχυδρομικά |
vocative | ταχυδρομικέ | ταχυδρομική | ταχυδρομικό | ταχυδρομικοί | ταχυδρομικές | ταχυδρομικά |
Derived terms
- ταχυδρομική θυρίδα f (tachydromikí thyrída, “post office box”)
- ταχυδρομικός κώδικας m (tachydromikós kódikas, “postcode, zip code”)
Related terms
- see: ταχυδρομείο n (tachydromeío, “post office”)