Definify.com
Definition 2025
τηγανίζω
τηγανίζω
Greek
Verb
τηγανίζω • (tiganízo) (simple past τηγάνισα, passive form τηγανίζομαι)
Conjugation
τηγανίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | τηγανίζω | τηγάνιζα | θα τηγανίζω | να τηγανίζω | |
2s | τηγανίζεις | τηγάνιζες | θα τηγανίζεις | να τηγανίζεις | τηγάνιζε |
3s | τηγανίζει | τηγάνιζε | θα τηγανίζει | να τηγανίζει | |
1p | τηγανίζουμε, τηγανίζομε | τηγανίζαμε | θα τηγανίζουμε, τηγανίζομε | να τηγανίζουμε, τηγανίζομε | |
2p | τηγανίζετε | τηγανίζατε | θα τηγανίζετε | να τηγανίζετε | τηγανίζετε |
3p | τηγανίζουν, τηγανίζουνε | τηγάνιζαν, τηγανίζαν, τηγανίζανε | θα τηγανίζουν, τηγανίζουνε | να τηγανίζουν, τηγανίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | τηγανίσω | τηγάνισα | θα τηγανίσω | να τηγανίσω | |
2s | τηγανίσεις | τηγάνισες | θα τηγανίσεις | να τηγανίσεις | τηγάνισε |
3s | τηγανίσει | τηγάνισε | θα τηγανίσει | να τηγανίσει | |
1p | τηγανίσουμε, τηγανίσομε | τηγανίσαμε | θα τηγανίσουμε, τηγανίσομε | να τηγανίσουμε, τηγανίσομε | |
2p | τηγανίσετε | τηγανίσατε | θα τηγανίσετε | να τηγανίσετε | τηγανίστε |
3p | τηγανίσουν, τηγανίσουνε | τηγάνισαν, τηγανίσαν, τηγανίσανε | θα τηγανίσουν, τηγανίσουνε | να τηγανίσουν, τηγανίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω τηγανίσει | είχα τηγανίσει | θα έχω τηγανίσει | να έχω τηγανίσει | |
2s | έχεις τηγανίσει | είχες τηγανίσει | θα έχεις τηγανίσει | να έχεις τηγανίσει | έχε τηγανισμένο |
3s | έχει τηγανίσει | είχε τηγανίσει | θα έχει τηγανίσει | να έχει τηγανίσει | |
1p | έχουμε τηγανίσει | είχαμε τηγανίσει | θα έχουμε τηγανίσει | να έχουμε τηγανίσει | |
2p | έχετε τηγανίσει | είχατε τηγανίσει | θα έχετε τηγανίσει | να έχετε τηγανίσει | έχετε τηγανισμένο |
3p | έχουν τηγανίσει | είχαν τηγανίσει | θα έχουν τηγανίσει | να έχουν τηγανίσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τηγανισμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τηγανισμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τηγανισμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τηγανισμένο | ||||
Participle: | τηγανίζοντας | Non-finite ‡ | τηγανίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- τηγάνι (tigáni)