Definify.com
Definition 2024
φυσικοχημεία
φυσικοχημεία
Greek
Noun
φυσικοχημεία • (fysikochimeía) f (uncountable)
- (sciences) physical chemistry
Declension
Declension of φυσικοχημεία (fysikochimeía)
singular | |
---|---|
nominative | φυσικοχημεία |
genitive | φυσικοχημείας |
accusative | φυσικοχημεία |
vocative | φυσικοχημεία |