Definify.com
Definition 2024
βασικός
βασικός
Greek
Adjective
βασικός • (vasikós) m (feminine βασική, neuter βασικό)
Declension
positive forms of βασικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βασικός | βασική | βασικό | βασικοί | βασικές | βασικά |
genitive | βασικού | βασικής | βασικού | βασικών | βασικών | βασικών |
accusative | βασικό | βασική | βασικό | βασικούς | βασικές | βασικά |
vocative | βασικέ | βασική | βασικό | βασικοί | βασικές | βασικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βασικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βασικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βασικότερος | βασικότερη | βασικότερο | βασικότεροι | βασικότερες | βασικότερα |
genitive | βασικότερου | βασικότερης | βασικότερου | βασικότερων | βασικότερων | βασικότερων |
accusative | βασικότερο | βασικότερη | βασικότερο | βασικότερους | βασικότερες | βασικότερα |
vocative | βασικότερε | βασικότερη | βασικότερο | βασικότεροι | βασικότερες | βασικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βασικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βασικότατος | βασικότατη | βασικότατο | βασικότατοι | βασικότατες | βασικότατα |
genitive | βασικότατου | βασικότατης | βασικότατου | βασικότατων | βασικότατων | βασικότατων |
accusative | βασικότατο | βασικότατη | βασικότατο | βασικότατους | βασικότατες | βασικότατα |
vocative | βασικότατε | βασικότατη | βασικότατο | βασικότατοι | βασικότατες | βασικότατα |
Synonyms
- υποτυπώδης (ypotypódis, “basic, undeveloped”)
- στοιχειώδης (stoicheiódis, “basic, fundamental, elementary”)
Related terms
- βασικά (vasiká, “basically”)
- and see: βάση (vási, “base, basis”)