Definify.com
Definition 2024
στοιχειώδης
στοιχειώδης
Ancient Greek
Adjective
στοιχειώδης • (stoikheiṓdēs) m, f (neuter στοιχείωδες); third declension
- (used especially of grammar) elementary
Declension
Declension of στοιχειώδης; στοιχείωδες (Uncontracted)
Number | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | |||||||
Nominative | στοιχειώδης | στοιχείωδες | στοιχειώδεε | στοιχειώδεε | στοιχειώδεες | στοιχειώδεᾰ | |||||||
Genitive | στοιχειώδεος | στοιχειώδεος | στοιχειώδεοιν | στοιχειώδεοιν | στοιχειώδεων | στοιχειώδεων | |||||||
Dative | στοιχειώδεῐ̈ | στοιχειώδεῐ̈ | στοιχειώδεοιν | στοιχειώδεοιν | στοιχειώδεσῐ(ν) | στοιχειώδεσῐ(ν) | |||||||
Accusative | στοιχειώδεᾰ | στοιχείωδες | στοιχειώδεε | στοιχειώδεε | στοιχειώδεες | στοιχειώδεᾰ | |||||||
Vocative | στοιχείωδες | στοιχείωδες | στοιχειώδεε | στοιχειώδεε | στοιχειώδεες | στοιχειώδεᾰ | |||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | ||||||||||
στοιχειώδεως | στοιχειωδέστερος | στοιχειωδέστᾰτος | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Declension of στοιχειώδης; στοιχείωδες (Contracted)
Number | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | |||||||
Nominative | στοιχειώδης | στοιχείωδες | στοιχειώδει | στοιχειώδει | στοιχειώδεις | στοιχειώδη | |||||||
Genitive | στοιχειώδους | στοιχειώδους | στοιχειώδοιν | στοιχειώδοιν | στοιχειώδων | στοιχειώδων | |||||||
Dative | στοιχειώδει | στοιχειώδει | στοιχειώδοιν | στοιχειώδοιν | στοιχειώδεσῐ(ν) | στοιχειώδεσῐ(ν) | |||||||
Accusative | στοιχειώδη | στοιχείωδες | στοιχειώδει | στοιχειώδει | στοιχειώδεις | στοιχειώδη | |||||||
Vocative | στοιχείωδες | στοιχείωδες | στοιχειώδει | στοιχειώδει | στοιχειώδεις | στοιχειώδη | |||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | ||||||||||
στοιχειώδως | στοιχειωδέστερος | στοιχειωδέστᾰτος | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Derived terms
- στοιχειωδέστατος (stoikheiōdéstatos)
- στοιχειωδέστερος (stoikheiōdésteros)
- στοιχειωδῶς (stoikheiōdôs)
Descendants
- Greek: στοιχειώδης (stoicheiódis)
References
- στοιχειώδης in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στοιχειώδης» on page 1,433/1 of Liddell & Scott’s Greek–English Lexicon (8th ed., 1897), Oxford: At the Clarendon Press
Greek
Etymology
Ancient Greek στοιχειώδης (stoikheiṓdēs)
Adjective
στοιχειώδης • (stoicheiódis) m (feminine στοιχειώδης, neuter στοιχειώδες)
- basic, elementary
- η στοιχειώδης εκπαίδευση ― i stoicheiódis ekpaídefsi ― elementary education
- (physics) fundamental (particle)
Declension
positive forms of στοιχειώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειώδης | στοιχειώδης | στοιχειώδες | στοιχειώδεις | στοιχειώδεις | στοιχειώδη |
genitive | στοιχειώδους | στοιχειώδους | στοιχειώδους | στοιχειώδων | στοιχειώδων | στοιχειώδων |
accusative | στοιχειώδη | στοιχειώδη | στοιχειώδες | στοιχειώδεις | στοιχειώδεις | στοιχειώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοιχειώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοιχειώδης, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειωδέστερος | στοιχειωδέστερη | στοιχειωδέστερο | στοιχειωδέστεροι | στοιχειωδέστερες | στοιχειωδέστερα |
genitive | στοιχειωδέστερου | στοιχειωδέστερης | στοιχειωδέστερου | στοιχειωδέστερων | στοιχειωδέστερων | στοιχειωδέστερων |
accusative | στοιχειωδέστερο | στοιχειωδέστερη | στοιχειωδέστερο | στοιχειωδέστερους | στοιχειωδέστερες | στοιχειωδέστερα |
vocative | στοιχειωδέστερε | στοιχειωδέστερη | στοιχειωδέστερο | στοιχειωδέστεροι | στοιχειωδέστερες | στοιχειωδέστερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοιχειωδέστερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στοιχειωδέσταταος | στοιχειωδέσταταη | στοιχειωδέσταταο | στοιχειωδέσταταοι | στοιχειωδέσταταες | στοιχειωδέσταταα |
genitive | στοιχειωδέσταταου | στοιχειωδέσταταης | στοιχειωδέσταταου | στοιχειωδέσταταων | στοιχειωδέσταταων | στοιχειωδέσταταων |
accusative | στοιχειωδέσταταο | στοιχειωδέσταταη | στοιχειωδέσταταο | στοιχειωδέσταταους | στοιχειωδέσταταες | στοιχειωδέσταταα |
vocative | στοιχειωδέσταταε | στοιχειωδέσταταη | στοιχειωδέσταταο | στοιχειωδέσταταοι | στοιχειωδέσταταες | στοιχειωδέσταταα |
Synonyms
- βασικός (vasikós, “basic, fundamental”)
- υποτυπώδης (ypotypódis, “basic, undeveloped”)