Definify.com
Definition 2024
υποτυπώδης
υποτυπώδης
Greek
Adjective
υποτυπώδης • (ypotypódis) m (feminine υποτυπώδης, neuter υποτυπώδες)
Declension
positive forms of υποτυπώδης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποτυπώδης | υποτυπώδης | υποτυπώδες | υποτυπώδεις | υποτυπώδεις | υποτυπώδη |
genitive | υποτυπώδους | υποτυπώδους | υποτυπώδους | υποτυπώδων | υποτυπώδων | υποτυπώδων |
accusative | υποτυπώδη | υποτυπώδη | υποτυπώδες | υποτυπώδεις | υποτυπώδεις | υποτυπώδη |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποτυπώδης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποτυπώδης, etc.) |
Synonyms
- βασικός (vasikós, “basic, fundamental”)
- στοιχειώδης (stoicheiódis, “basic, fundamental, elementary”)