Definify.com
Definition 2024
εβδομαδιαίος
εβδομαδιαίος
Greek
Adjective
εβδομαδιαίος • (evdomadiaíos) m (feminine εβδομαδιαία, neuter εβδομαδιαίο)
Declension
positive forms of εβδομαδιαίος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εβδομαδιαίος | εβδομαδιαία | εβδομαδιαίο | εβδομαδιαίοι | εβδομαδιαίες | εβδομαδιαία |
genitive | εβδομαδιαίου | εβδομαδιαίας | εβδομαδιαίου | εβδομαδιαίων | εβδομαδιαίων | εβδομαδιαίων |
accusative | εβδομαδιαίο | εβδομαδιαία | εβδομαδιαίο | εβδομαδιαίους | εβδομαδιαίες | εβδομαδιαία |
vocative | εβδομαδιαίε | εβδομαδιαία | εβδομαδιαίο | εβδομαδιαίοι | εβδομαδιαίες | εβδομαδιαία |