Definify.com
Definition 2024
ημερήσιος
ημερήσιος
Greek
Adjective
ημερήσιος • (imerísios) m (feminine ημερήσια, neuter ημερήσιο)
Declension
positive forms of ημερήσιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ημερήσιος | ημερήσια | ημερήσιο | ημερήσιοι | ημερήσιες | ημερήσια |
genitive | ημερήσιου | ημερήσιας | ημερήσιου | ημερήσιων | ημερήσιων | ημερήσιων |
accusative | ημερήσιο | ημερήσια | ημερήσιο | ημερήσιους | ημερήσιες | ημερήσια |
vocative | ημερήσιε | ημερήσια | ημερήσιο | ημερήσιοι | ημερήσιες | ημερήσια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ημερήσιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ημερήσιος, etc.) |
Synonyms
- καθημερινός (kathimerinós, “daily”)
See also
- ετήσιος (etísios, “yearly”)
- μηνιαίος (miniaíos, “monthly”)
- εβδομαδιαίος (evdomadiaíos, “weekly”)