Definify.com
Definition 2025
μηνιαίος
μηνιαίος
Greek
Adjective
μηνιαίος • (miniaíos) m (feminine μηνιαία, neuter μηνιαίο)
Declension
positive forms of μηνιαίος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μηνιαίος | μηνιαία | μηνιαίο | μηνιαίοι | μηνιαίες | μηνιαία |
genitive | μηνιαίου | μηνιαίας | μηνιαίου | μηνιαίων | μηνιαίων | μηνιαίων |
accusative | μηνιαίο | μηνιαία | μηνιαίο | μηνιαίους | μηνιαίες | μηνιαία |
vocative | μηνιαίε | μηνιαία | μηνιαίο | μηνιαίοι | μηνιαίες | μηνιαία |
See also
- ετήσιος (etísios, “yearly”)
- εβδομαδιαίος (evdomadiaíos, “weekly”)
- ημερήσιος (imerísios, “daily”)
- ωριαίος (oriaíos, “hourly”)