Definify.com
Definition 2024
ετήσιος
ετήσιος
Greek
Adjective
ετήσιος • (etísios) m (feminine ετήσια, neuter ετήσιο)
Declension
positive forms of ετήσιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ετήσιος | ετήσια | ετήσιο | ετήσιοι | ετήσιες | ετήσια |
genitive | ετήσιου | ετήσιας | ετήσιου | ετήσιων | ετήσιων | ετήσιων |
accusative | ετήσιο | ετήσια | ετήσιο | ετήσιους | ετήσιες | ετήσια |
vocative | ετήσιε | ετήσια | ετήσιο | ετήσιοι | ετήσιες | ετήσια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ετήσιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ετήσιος, etc.) |
See also
- εβδομαδιαίος (evdomadiaíos, “weekly”)
- ημερήσιος (imerísios, “daily”)
- μηνιαίος (miniaíos, “monthly”)
- ωριαίος (oriaíos, “hourly”)