Definify.com
Definition 2024
συντομεύω
συντομεύω
Greek
Verb
συντομεύω • (syntomévo) (simple past συντόμευσα or συντόμεψα, passive form συντομέυομαι)
- shorten, abbreviate, abridge, cut short, reduce (in extent or duration)
Conjugation
συντομεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συντομεύω | συντόμευα | θα συντομεύω | να συντομεύω | |
2s | συντομεύεις | συντόμευες | θα συντομεύεις | να συντομεύεις | συντόμευε |
3s | συντομεύει | συντόμευε | θα συντομεύει | να συντομεύει | |
1p | συντομεύουμε, συντομεύομε | συντομεύαμε | θα συντομεύουμε, συντομεύομε | να συντομεύουμε, συντομεύομε | |
2p | συντομεύετε | συντομεύατε | θα συντομεύετε | να συντομεύετε | συντομεύετε |
3p | συντομεύουν, συντομεύουνε | συντόμευαν, συντομεύαν, συντομεύανε | θα συντομεύουν, συντομεύουνε | να συντομεύουν, συντομεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συντομεύσω | συντόμευσα | θα συντομεύσω | να συντομεύσω | |
2s | συντομεύσεις | συντόμευσες | θα συντομεύσεις | να συντομεύσεις | συντόμευσε |
3s | συντομεύσει | συντόμευσε | θα συντομεύσει | να συντομεύσει | |
1p | συντομεύσουμε, συντομεύσομε | συντομεύσαμε | θα συντομεύσουμε, συντομεύσομε | να συντομεύσουμε, συντομεύσομε | |
2p | συντομεύσετε | συντομεύσατε | θα συντομεύσετε | να συντομεύσετε | συντομεύστε, συντομεύτε |
3p | συντομεύσουν, συντομεύσουνε | συντόμευσαν, συντομεύσαν, συντομεύσανε | θα συντομεύσουν, συντομεύσουνε | να συντομεύσουν, συντομεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συντομεύσει | είχα συντομεύσει | θα έχω συντομεύσει | να έχω συντομεύσει | |
2s | έχεις συντομεύσει | είχες συντομεύσει | θα έχεις συντομεύσει | να έχεις συντομεύσει | έχε συντομευμένο |
3s | έχει συντομεύσει | είχε συντομεύσει | θα έχει συντομεύσει | να έχει συντομεύσει | |
1p | έχουμε συντομεύσει | είχαμε συντομεύσει | θα έχουμε συντομεύσει | να έχουμε συντομεύσει | |
2p | έχετε συντομεύσει | είχατε συντομεύσει | θα έχετε συντομεύσει | να έχετε συντομεύσει | έχετε συντομευμένο |
3p | έχουν συντομεύσει | είχαν συντομεύσει | θα έχουν συντομεύσει | να έχουν συντομεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συντομευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συντομευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συντομευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συντομευμένο | ||||
Participle: | συντομεύοντας | Non-finite ‡ | συντομεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- σύντομος (sýntomos, “short, quick”)
- σύντμηση f (sýntmisi, “abbreviation, cutting”)
- συντόμευση f (syntómefsi, “shortening, abbreviation”)
- συντομία f (syntomía, “brevity”)
- συντομογραφία f (syntomografía, “abbreviation”)
- σύντομα (sýntoma, “soon”)
- συντόμως (syntómos, “soon”)