Definify.com
Definition 2024
μονάρχης
μονάρχης
Ancient Greek
Noun
μονάρχης • (monárkhēs) m (genitive μονάρχου); first declension
- Alternative form of μόναρχος (mónarkhos)
Inflection
First declension of μονάρχης, μονάρχου
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | μονάρχης | μονάρχᾱ | μονάρχαι |
Genitive | μονάρχου | μονάρχαιν | μοναρχῶν |
Dative | μονάρχῃ | μονάρχαιν | μονάρχαις |
Accusative | μονάρχην | μονάρχᾱ | μονάρχᾱς |
Vocative | μονάρχη | μονάρχᾱ | μονάρχαι |
Derived terms
- μοναρχέω (monarkhéō)
- μοναρχία (monarkhía)
- μοναρχικός (monarkhikós)
Descendants
Descendants
Greek
Noun
μονάρχης • (monárchis) m (plural μονάρχες)
Declension
declension of μονάρχης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονάρχης | μονάρχες |
genitive | μονάρχη | μοναρχών |
accusative | μονάρχη | μονάρχες |
vocative | μονάρχη | μονάρχες |
Related terms
- μοναρχία f (monarchía, “monarchy”)
See also
External links
- μονάρχης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el